σημειωμένος


σημειωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
σημειωμένος μτχ. παθ. πρκμ. του σημειώνω

Ερμηνεία
σημειωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ανάπηρος, σακάτης

Συνώνυμα
σημαδεμένος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.