σερσέμισσα


σερσέμισσα
Προφορά

Ετυμολογία
σερσέμισσα └τουρκ┘sersem

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σερσέμισσα

✦ θηλ. σερσέμισσα ανόητος, χαζός

Συνώνυμα
μάπας, μπουνταλάς
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.