σερραίικος


σερραίικος
Προφορά

Ετυμολογία
σερραίικος Σέρρες

Ερμηνεία
σερραίικος

✦ -ή, -ό κ. σερραίικος, -η, -ο επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Σέρρες και τους Σερραίους, ή ο προερχόμενος από τις Σέρρες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.