σερπετός


σερπετός
Προφορά

Ετυμολογία
σερπετός └ουσ┘ ερπετό, με επίδραση του συνών. σερτό

Ερμηνεία
επίθετο┘ σερπετός -ή, -ό

✦ ζωηρός, ευκίνητος: γριά αδύνατη… ωστόσο γερή και σερπετή σαν κοπέλα (Σ. Μυριβήλης)
(μτφ. ) εύστροφος, έξυπνος
✦ πονηρός, κατεργάρης
✦ ουδ. το σερπετό ως ουσ., το ερπετό

Συνώνυμα
αεράτος, πεταχτός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.