σερπετάδα
Προφορά
Ετυμολογία
σερπετάδα σερπετός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σερπετάδα
✦ ζωηράδα, ευκινησία, ευστροφία: ο γέρο – δάσκαλος είχε να κάνει με τη σερπετάδα του μυαλού της (Σ. Μυριβήλης)
✦ κατεργαριά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–