σερνικός
Προφορά
Ετυμολογία
σερνικός αρχαία ελληνική ἀρσενικός
Ερμηνεία
σερνικός
✦ -ή, -ό κ. σερνικός, -ιά, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) (για ανθρώπους, ζώα, φυτά) που παράγει το σπέρμα για τη γονιμοποίηση
✦ που ταιριάζει ή ανήκει σε άντρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
θηλυκός
Επιρρήματα
–