σερνικοβότανο
Προφορά
Ετυμολογία
σερνικοβότανο σερνικός + βότανο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σερνικοβότανο
✦ βοτάνι που το αφέψημά του υποτίθεται ότι ευνοεί τη γέννηση αρσενικών παιδιών: πάνω σε τρίκορφο βουνό, μάνα και θυγατέρες δυο μαζεύαν τον αμάραντο και το σερνικοβότανο (δημ. τραγ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–