σερνάμενος


σερνάμενος
Προφορά

Ετυμολογία
σερνάμενος μτχ. ενεστ. του σέρνομαι

Ερμηνεία
σερνάμενος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. που σέρνεται: χρόνια τώρα, σερνάμενος στα καφενεία, είχε δεχτεί εξομολογήσεις άπειρες (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.