σερίφης


σερίφης
Προφορά

Ετυμολογία
σερίφης └αραβ┘ sharιf

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σερίφης

✦ τίτλος ευγενών μουσουλμάνων που ανάγουν την καταγωγή τους στον Μωάμεθ
✦ (αγγλικά sheriff στις Η.Π.Α.) αιρετός αξιωματούχος με περιορισμένη δικαστική εξουσία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.