σερί


σερί
Προφορά

Ετυμολογία
σερί └γαλλ┘ serie (= σειρά)

Ερμηνεία
επίρρημα σερί

✦ στη σειρά, συνέχεια: πήρε σερί όλα τα υπουργεία – φρ. το πάει σερί, συνεχίζει τη δουλειά ή την υπόθεση με συνέπεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.