σεξομανής
Προφορά
Ετυμολογία
σεξομανής └αγγλ┘sex maniac, κατά τα ερωτομανής, νυμφομανής κτλ.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η σεξομανής
✦ αυτός που κατέχεται από έμμονες ιδέες για το σεξ, που χρειάζεται πολλές σεξουαλικές ικανοποιήσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–