σεισμογράφος


σεισμογράφος
Προφορά

Ετυμολογία
σεισμογράφος └αγγλ┘seismograph

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σεισμογράφος

✦ όργανο που καταγράφει τις σεισμικές δονήσεις, προσδιορίζει την έντασή τους, το επίκεντρο κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.