σεζόν


σεζόν
Προφορά

Ετυμολογία
σεζόν └γαλλ┘ saison

Ερμηνεία
σεζόν

✦ άκλ. ουσ. εποχή του έτους
✦ το χρονικό διάστημα κατά το οποίο συμβαίνει ή διαρκεί κάτι: θεατρική σεζόν – η σεζόν των διακοπών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.