σείσμα


σείσμα
Προφορά

Ετυμολογία
σείσμα σείω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σείσμα

✦ κούνημα του σώματος κατά το βάδισμα, λίκνισμα: κι από το σείσμα το πολύ, κι από τη λεβεντιά της, εκόπη τ’ ασημόκουμπο κι εφάνη το βυζί της (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.