σγουραίνω
Προφορά
Ετυμολογία
σγουραίνω σγουρός
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σγουραίνω
✦ κάνω κάτι σγουρό, κατσαρώνω: άμα σγουράνεις τα μαλλιά σου, θα σου πηγαίνουν καλύτερα
✦ (αμτβ.) γίνομαι κατσαρός: εύκολα σγουραίνουν τα μαλλιά της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–