σβόλος


σβόλος
Προφορά

Ετυμολογία
σβόλος βόλος, με ανάπτυξη προθετ. σ, από τη συνεκφορά ένας βόλος, τους βόλους

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σβόλος

✦ μικρή μάζα από χώμα ή οποιαδήποτε άλλη ύλη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.