σβούρα


σβούρα
Προφορά

Ετυμολογία
σβούρα ονοματοπ. λ.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σβούρα

✦ μεταλλικό ή ξύλινο όργανο κωνικό, περιστρεφόμενο, που χρησιμοποιείται για παιχνίδι
(μτφ. ) άνθρωπος αεικίνητος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.