σβολιάζω


σβολιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
σβολιάζω σβόλος

Ερμηνεία
ρήμα σβολιάζω

✦ μεταβάλλω κάτι σε σβόλους
✦ (αμτβ.) σχηματίζω σβόλους, γίνομαι σβόλος: χώματα που σβολιάσαν, χώματα που πετρώσαν (Τ. Παπατσώνης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.