σβίγκος


σβίγκος
Προφορά

Ετυμολογία
σβίγκος μεσαιωνική ελληνική └γερμ┘ Swinge

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σβίγκος

✦ είδος γλυκίσματος σε βόλους ζύμης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.