σαραβαλιάζω


σαραβαλιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
σαραβαλιάζω σαράβαλο

Ερμηνεία
ρήμα σαραβαλιάζω

✦ καταστρέφω κάτι ώστε να γίνει σαράβαλο, τελείως άχρηστο: με την ατζαμοσύνη του, τη σαραβάλιασε τη μηχανή – σπίτι, έπιπλο σαραβαλιασμένο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.