σαπρόφιλα


σαπρόφιλα
Προφορά

Ετυμολογία
σαπρόφιλα πληθ. └ουδ┘ του επιθέτου σαπρόφιλος

Ερμηνεία
σαπρόφιλα

✦ ουσ. ζώα που ζουν σε αποσυνθεμένες οργανικές ουσίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.