σαπρία


σαπρία
Προφορά

Ετυμολογία
σαπρία μεταγενέστερη ελληνική σαπρία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σαπρία

✦ η κατάσταση του σαπρού, σαπίλα
(μτφ. ) διαφθορά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.