σαπίλα
Προφορά
Ετυμολογία
σαπίλα αόρ. ἐσάπη του σήπομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σαπίλα
✦ σάπισμα
✦ οσμή σαπισμένου, αποσυνθεμένου: βρόμικα νερά κυλάνε, μια μυρουδιά από φτώχεια και σαπίλα (Πετσάλης – Διομήδης)
✦ (μτφ. ) διαφθορά: στη σαπίλα του «ελεύθερου υποκόσμου» (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–