σανό


σανό
Προφορά

Ετυμολογία
σανό └σλαβ┘ seno

Ερμηνεία
σανό

✦ (πληθ. σανά) θερισμένο ξερό χόρτο που χρησιμοποιείται ως κτηνοτροφή: μοσκοβολάνε τα θερισμένα σανά (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.