σανσκριτολόγος


σανσκριτολόγος
Προφορά

Ετυμολογία
σανσκριτολόγος σανσκριτικά + λέγω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η σανσκριτολόγος

✦ ο ασχολούμενος με τη μελέτη της σανσκριτικής γλώσσας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.