σαμάρι


σαμάρι
Προφορά

Ετυμολογία
σαμάρι μεσαιωνική ελληνική σαμάριν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σαμάρι

✦ εξάρτημα που τοποθετείται στη ράχη των υποζυγίων και χρησιμεύει ως κάθισμα του αναβάτη ή για στερέωση φορτίων, σάγμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.