σαμάν


σαμάν
Προφορά

Ετυμολογία
σαμάν └αγγλ┘shaman

Ερμηνεία
σαμάν

✦ μάγος-ιερέας, πολλών λαών της Ασίας, που έχει την ικανότητα να επικοινωνεί με τον κόσμο των πνευμάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.