σαλταδόρος
Προφορά
Ετυμολογία
σαλταδόρος └βενετ┘ saltadore
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σαλταδόρος
✦ αυτός που κάνει σάλτους, πηδήματα
✦ (ειδ.) αυτός που πηδά σε κινούμενο όχημα για να κλέψει
✦ (μτφ. ) ο αναρριχώμενος σε θέσεις ή αξιώματα με ανήθικα μέσα: ένα κράτος όπου, τόσο συχνά, θριαμβεύουν και διαφεντεύουν οι σαλταδόροι και οι κομπιναδόροι (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–