σαλπιγκτής


σαλπιγκτής
Προφορά

Ετυμολογία
σαλπιγκτής αρχαία ελληνική σαλπιγκτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σαλπιγκτής

✦ αυτός που παίζει σάλπιγγα
✦ στρατιώτης που σαλπίζει παραγγέλματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.