σαλπιγγικός


σαλπιγγικός
Προφορά

Ετυμολογία
σαλπιγγικός σάλπιγξ

Ερμηνεία
επίθετο┘ σαλπιγγικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στη σάλπιγγα του αφτιού ή στις σάλπιγγες των γεννητικών οργάνων της γυναίκας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.