σαλπιγγίτιδα


σαλπιγγίτιδα
Προφορά

Ετυμολογία
σαλπιγγίτιδα └αγγλ┘salpingitis

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σαλπιγγίτιδα

(ιατρ.) φλεγμονή των σαλπίγγων, των ωαγωγών της μήτρας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.