σαλπίζω
Προφορά
Ετυμολογία
σαλπίζω αρχαία ελληνική σαλπίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σαλπίζω
✦ παίζω τη σάλπιγγα
✦ (στρατ.) σημαίνω παράγγελμα με τη σάλπιγγα: και να, σαλπίζει η σάλπιγγα πολεμιστήριον ήχο (Κ. Παλαμάς)
✦ (μτφ. ) διακηρύσσω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–