σακατεύω


σακατεύω
Προφορά

Ετυμολογία
σακατεύω σακάτης

Ερμηνεία
ρήμα σακατεύω

✦ κάνω κάποιον σακάτη, ανάπηρο
(μτφ. ) ταλαιπωρώ, βασανίζω, εξαντλώ: Είν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός, σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις (Κ. Καβάφης)
✦ καταστρέφω

Συνώνυμα
σημαδεύω ,παιδεύω, τυραννώ
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.