σακί


σακί
Προφορά

Ετυμολογία
σακί αρχαία ελληνική σακκίον, υποκοριστικό του σάκκος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σακί

✦ σάκος, τσουβάλι και το περιεχόμενό του
✦ φρ. τον έβαλε στο σακί, τον εξαπάτησε – αγοράζω γουρούνι στο σακί, αγοράζω χωρίς να εξετάσω την ποιότητα του εμπορεύματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.