σακάτεμα


σακάτεμα
Προφορά

Ετυμολογία
σακάτεμα σακατεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σακάτεμα

✦ η κατάσταση του σακατεμένου, αναπηρία
(μτφ. ) ταλαιπωρία, καταπόνηση, εξάντληση

Συνώνυμα
παιδεμός, τυράγνια
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.