σαδιστής


σαδιστής
Προφορά

Ετυμολογία
σαδιστής └γαλλ┘ sadiste

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σαδιστής

✦ θηλ. σαδίστρια ο κατεχόμενος από σαδισμό, που αισθάνεται ευχαρίστηση όταν βασανίζει

Συνώνυμα

Αντίθετα
μαζοχιστής
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.