σαγηνεύω


σαγηνεύω
Προφορά

Ετυμολογία
σαγηνεύω αρχαία ελληνική σαγηνεύω

Ερμηνεία
ρήμα σαγηνεύω

(μτφ. ) μαγεύω, γοητεύω: την κοίταζε …σαγηνεμένος απ’ τη θωριά της (Άγγ. Τερζάκης)
✦ δελεάζω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.