σαγηνευτικός


σαγηνευτικός
Προφορά

Ετυμολογία
σαγηνευτικός σαγηνευτής

Ερμηνεία
επίθετο┘ σαγηνευτικός -ή, -ό

✦ ο ικανός να σαγηνεύει, γοητευτικός
✦ δελεαστικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
σαγηνευτικά (Κ σαγηνευτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.