σαγηνευτής


σαγηνευτής
Προφορά

Ετυμολογία
σαγηνευτής μεταγενέστερη ελληνική σαγηνευτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σαγηνευτής

✦ θηλ. σαγηνεύτρα κ. σαγηνεύτρια γόης, που έχει δύναμη να σαγηνεύει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.