σαβούρα
Προφορά
Ετυμολογία
σαβούρα μεσαιωνική ελληνική σαβούρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σαβούρα
✦ πρόσθετο βάρος σε πλοίο ή αερόστατο για τη διατήρηση της σταθερότητάς τους, έρμα: θα υπάγωμεν από το άλλο μέρος του λιμένος να βάλωμεν σαβούραν, διότι αυτή οπού έχομεν δεν μας αρκεί· είμεθα πολύ ελαφροί διά ταξίδευμα (Αλ. Παπαδιαμάντης)
✦ (μτφ. ) πράγματα άχρηστα και ασήμαντα, απορρίμματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–