σήμαντρο


σήμαντρο
Προφορά

Ετυμολογία
σήμαντρο αρχαία ελληνική σήμαντρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σήμαντρο

✦ όργανο που χρησιμεύει για σφράγισμα
✦ σφραγίδα, βούλα
✦ σιδερένιο έλασμα ή ξύλινη σανίδα ως καμπάνα σε μοναστήρια ή ξωκλήσια: με τρούλο βυζαντινό κι ένα ξύλινο σήμαντρο κοντά στην πύλη του (Γ. Θεοτοκάς) την βαθιάν αυγή, το σήμαντρο χτύπησε (Π. Πρεβελάκης)
✦ κρουστό όργανο από χαλύβδινη ράβδο κομμένη σε τριγωνικό σχήμα, τρίγωνο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.