σέρτικος


σέρτικος
Προφορά

Ετυμολογία
σέρτικος └τουρκ┘sert

Ερμηνεία
επίθετο┘ σέρτικος -η, -ο

✦ βαρύς
✦ (για πρόσ.) οξύθυμος και εκδικητικός
✦ (για καταστάσεις) που ταιριάζει σε σέρτη: σέρτικα φερσίματα

Συνώνυμα

Αντίθετα
γιαβάσικος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.