σέικερ


σέικερ
Προφορά

Ετυμολογία
σέικερ └αγγλ┘shaker

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το σέικερ

✦ σκεύος που χρησιμοποιείται για την ανάμιξη ποτών, ή την παρασκευή ποτού που χρειάζεται ανατάραξη, κούνημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.