σάντουιτς
Προφορά
Ετυμολογία
σάντουιτς └αγγλ┘sandwich, από το όν. του κόμητα Sandwich, που το χρησιμοποιούσε στις συναναστροφές του
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το σάντουιτς
✦ πρόχειρο έδεσμα από δύο λεπτές φέτες ψωμί, με τυρί, σαλάμι ή ζαμπόν ανάμεσά τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–