σάμαλι


σάμαλι
Προφορά

Ετυμολογία
σάμαλι └τουρκ┘samalι (= από τη Δαμασκό)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σάμαλι

✦ είδος γλυκίσματος από σιμιγδάλι, αβγά, ζάχαρη και βούτυρο που ψήνεται στο φούρνο και περιχύνεται με σιρόπι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.