σάλπιγγα
Προφορά
Ετυμολογία
σάλπιγγα αρχαία ελληνική σάλπιγξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σάλπιγγα
✦ μετάλλινο πνευστό μουσικό όργανο, τρομπέτα: με σάλπιγγες και τύμπανα και κύμβαλα και σείστρα (Λ. Πορφύρας) – είναι πολέμου σάλπιγγα στα χείλη σου η φωνή (Άγγ. Σικελιανός)
✦ (ανατομ.) ωαγωγός της μήτρας
✦ ευσταχιανή σάλπιγγα, σωλήνας που συνδέει το κοίλο του αφτιού με τον ρινοφάρυγγα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–