ρόζος


ρόζος
Προφορά

Ετυμολογία
ρόζος αρχαία ελληνική ὄζος, με παρετυμολογική επίδραση του ρίζα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρόζος

✦ εξόγκωμα στον κορμό ή στο κλαδί δέντρου, ιδ. κοντά στην έκφυση άλλου κλαδιού
✦ κάλος στις παλάμες των χεριών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.