ρόγα


ρόγα
Προφορά

Ετυμολογία
ρόγα μεσαιωνική ελληνική ρόγα erogo (= μοιράζω, δίνω)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρόγα

✦ μισθός, πληρωμή (σε αγρότες ή κτηνοτρόφους): ο Κωνσταντής εδούλευε και ρόγα δεν επήρε (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.