ρολάρω


ρολάρω
Προφορά

Ετυμολογία
ρολάρω └γαλλ┘ rouler ή └αγγλ┘roll + κατάλ. -άρω

Ερμηνεία
ρήμα ρολάρω

✦ για ποδήλατο, που συνεχίζει να κινείται, ενώ δεν χρησιμοποιούνται τα πεντάλ
✦ για αυτοκίνητο που κινείται, με την ορμή που έχει αποκτήσει, χωρίς να χρησιμοποιείται η ισχύς του κινητήρα του: έβαλε τον μοχλό αλλαγής ταχυτήτων στο νεκρό, και άφησε το αυτοκίνητο να ρολάρει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.