ροκάνα
Προφορά
Ετυμολογία
ροκάνα μεταγενέστερη ελληνική ῥυκάνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ροκάνα
✦ ξύλινο ή μεταλλικό κρόταλο που παράγει ήχο ξερό και δυνατό και αποτελείται από οδοντωτό τροχό στερεωμένο σε άξονα που χρησιμεύει και ως λαβή
✦ μεγάλο ροκάνι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–